υφαλος

υφαλος
    ὕφαλος
    ὕφ-ᾰλος
    2
    находящийся под поверхностью моря, подводный
    

(ἔρεβος Soph.; νῆσος Luc.; πέτρα Anth.)

    ὕφαλα τραύματα или πληγαί Polyb. — повреждения подводных частей корабля - см. тж. ὕφαλα


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υφαλος" в других словарях:

  • ὕφαλος — under the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύφαλος — η, ο / ὕφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ύφαλος ωκεαν. βραχώδης κοραλλιογενής ή αμμώδης ανύψωση τού θαλάσσιου πυθμένα η οποία καλύπτεται από τα νερά και τής οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • ύφαλος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ο βυθισμένος στη θάλασσα, ο υποθαλάσσιος. 2. το αρσ. ως ουσ., ύφαλος βράχος του θαλάσσιου βυθού, που φτάνει ως την επιφάνεια της θάλασσας ή μόλις καλύπτεται από το νερό, η ξέρα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξάνδρου, ύφαλος — Ύφαλος στον Αμβρακικό κόλπο. Η ονομασία του οφείλεται στον Αλέξανδρο Χρυσάνθη που τον επισήμανε …   Dictionary of Greek

  • Σπόγγων ύφαλος — Ονομασία δύο υφάλων. Ο πρώτος βρίσκεται κοντά στο Κουφονήσι, στη νοτιοανατολική άκρη της Κρήτης και οφείλει το όνομά του στα πολλά σφουγγάρια που υπάρχουν εκεί. Ο άλλος βρίσκεται δυο μίλια δυτικά από την ακτή της Μύνδου, στην περιοχή της… …   Dictionary of Greek

  • ὕφαλον — ὕφαλος under the sea masc/fem acc sg ὕφαλος under the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σέρπα — Ύφαλος που βρίσκεται κοντά στο ακρότατο βόρειο σημείο της Κέρκυρας. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γάλλοι είχαν αποκλείσει το βόρειο τμήμα της Κερκυραϊκής θάλασσας τοποθετώντας υποβρύχιο φράγμα (δίκτυο) που έφτανε από τον ύφαλο Σέρπα μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • ὑφάλοις — ὕφαλος under the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάλου — ὕφαλος under the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάλους — ὕφαλος under the sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάλων — ὕφαλος under the sea masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»